|
ο лыжник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лыжник? — χιονοδρόμος как с (ново)греческого переводится слово χιονοδρόμος? — лыжник — μεγεθυντικός — φιλοτελισμός — υσγινοβαφής — προσγειώνομαι — αστρακάν — στενομπόλι — Αργεντινή — απεραντολογώ — σαδιστής — χολοποιητικός — φέϊγ-βολάν — ισχιαλγία — ανηφόρι — επειξη — αγουρωπός — κατονομάζω — χαρατσώνω — μουγγρί — ορίστε — θρύψις — στωϊκός |
|||