|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιατροσόφιον? — — χαλβαδοποιείο — ζωοπαθολογία — ομοιωματικός — Κινέζα — δόκτορας — εννεαπλασιάζω — λαγκαδιά — ιχθογόνος — τοποθετώ — μανδραγόρας — συγκληρονόμος — άκερκος — καταδαμάζω — καρπισμένος — λιμνοδίαιτος — βαλανοειδής — στεφάνη — παραλήπτης — τσελιγγόπούλα — αδιάβρωτος — τσιότρα |
|||