Новогреческий словарь
λαδάδικο
λαδάδικο
το 1)
магазин
(по продаже растительного масла);
2)
маслобойня
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
магазин
? —
λαδάδικο
как на
(ново)греческом
будет слово
маслобойня
? —
λαδάδικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαδάδικο
? — магазин, маслобойня
#
(ново)греческий словарь
—
μπροστινά
—
σούμμα
—
σκουντάω
—
θά
—
γριλλιαστός
—
αφρολόγος
—
βότανο
—
γιγαντίως
—
δρεπανηφόρος
—
μακροκατάληκτος
—
κλεφτοτόπι
—
Ισλανδός
—
φυλετικότητα
—
απόσταγμα
—
ανεμόμυλος
—
φορτσαρισμένος
—
ανακολπώνω
—
απογοητεύομαι
—
κατειρωνεύομαι
—
υποσιτίζω
—
αναμηρυκαστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,