|
состоящий из колец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово состоящий из колец? — κρικωτός как с (ново)греческого переводится слово κρικωτός? — состоящий из колец — ποδηλατικός — γιδοβοσκός — νεροβάρελλο — οδοντόκονις — μεγάλαυχος — αλκοολοποιία — εξώθερμος — αξεκαθάριστος — λοχεία — λημέρι — γεροπαραξενιά — λοξοτομώ — ξυλοσπάστης — ζευγάς — ενσφήνωση — τρικράνι — διέπω — κεντρόμολος — σταθεροποίηση — νεκροφύλακας — εγωΐστρια |
|||