|
проалбанский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проалбанский? — αλβανόφιλος как с (ново)греческого переводится слово αλβανόφιλος? — проалбанский — χορεία — δενδρόεις — ξεπροβόδισμα — ζάρομαι — συμμοριακός — αλευρόνερο — χρησμοδότης — ανιστόρητος — αυτομαστιγώνομαι — κολλέγιο — διοχετεύσνμος — ατακτοποίητος — αποσβένω — εξωκοινοβουλευτικός — αγοραίο — κολπώνω — προσέρχομαι — θεσμοδότημα — τρία — ενεστωτικός — γεροντοπός |
|||