|
η капля; μιά ~ — немножко, чуточку, капельку, чуть-чуть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капля? — σταλιά как с (ново)греческого переводится слово σταλιά? — капля — μητέρα — ποτοποιός — κόπος — εμβαίνω — εύστοχος — έμπεδα — υποδιαιρώ — απολογήτρια — δουλοκτητικός — βεργιδαρσία — αντινευρικός — νηματουργός — βερμπαλιστής — στρατηγείο — παχούτσικος — χτενίδια — εκόρεσα — σβεστήρας — πολυμορφικό — αστρολογία — λαδόμυλος |
|||