|
η астр. селенография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово селенография? — σεληνογραφία как с (ново)греческого переводится слово σεληνογραφία? — селенография — πολεμοχαρής — δραστικότητα — φιλοβασιλικός — ξεκρεμάω — νεκροφιλώ — εκτοξευτικός — περιγελώ — ορογραφία — καθρεφτίζομαι — γδύσιμο — τεκνογονία — βραδύνοια — φυτοζωώ — λυγερή — χεριάζω — φαρμακοθήκη — αετονύχης — κιλό — γλωσσοκομπιάζω — λυκουρίνος — ανακατωτός |
|||