|
римский; ~ό δίκαιο — римское право #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово римский? — ρωμαϊκός как с (ново)греческого переводится слово ρωμαϊκός? — римский — κολασμός — δημαρχιλίκι — οικοδομητικός — υπογονάτιον — πιστάκιον — αρμενιακός — αναγκαίο — ταχυγραφία — βαρυποινίτισσα — φορμαλισμός — Χούνη — νευροπαθής — ασβεστόλιθος — λικβινταριστής — εικονολάτρης — διατειχίζω — στριφοκέρι — καλόβολος — δαυκί — δομαλιστήριον — κοκκινογένης |
|||