|
(-εως) η тщательная проверка, уточнение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тщательная проверка? — διακρίβωση как на (ново)греческом будет слово уточнение? — διακρίβωση как с (ново)греческого переводится слово διακρίβωση? — тщательная проверка, уточнение — διάτρητος — καρατόμία — αμάνικος — εκτράχυνση — γεννητάρι — ωρίμαση — τροφοδοσία — συμβουλευτικός — εγωιστικά — δαυλός — αντεπερωτώ — ξεβράζω — παραδειγματικός — λεξιγραφία — επικοινωνιολογία — καλαμπαλίκι — καλαμώνας — διαφράττω — σεισμομετρία — ανικανοποίητα — κορακίστικα |
|||