|
утверждать, настаивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утверждать? — διισχυρίζομαι как на (ново)греческом будет слово настаивать? — διισχυρίζομαι как с (ново)греческого переводится слово διισχυρίζομαι? — утверждать, настаивать — κομματικοοποιούμαι — μίλτος — υπερώιος — καθιερωμένος — τρίκοχος — ακουστικώς — συνδειπνώ — υπέργηρος — αθυρματοπώλης — επετηρίδα — καρκίνωμα — εκπλειστηριαστής — συνειδητοποιούμαι — φωτέϊγ — μαλάκιο — ημιαξόνιο — υπερβατός — λήθη — κλειδοφύλακας — μουντός — διαθλαστός |
|||