|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κεκανονισμένα? — — γαιάνθρακος — τραπεζοϋπάλληλος — αχαράμιστος — σουπίτσα — ωρίμασμα — ρεζές — ζέφυρος — πυριόβολο — κληρονομικά — πρυμνοδέτης — δασμολογώ — ιονιστής — ζαρκάδι — φορητός — αρκτόμυς — αντευεργέτημα — κατάφαρκτος — εκκαθαριστής — ομοθυμαδόν — απόμερος — ογρός |
|||