|
η отсутствие дождей, засуха; στήν ~ καλό καί τό χαλάζι — посл. [phrase]при засухе и град хорош [/phrase] (ср. на безрыбье и рак рыба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие дождей? — αβροχία как на (ново)греческом будет слово засуха? — αβροχία как с (ново)греческого переводится слово αβροχία? — отсутствие дождей, засуха — εκδημία — βλαβερότης — ενεργειοκρατία — ενθυλάκωσις — βαλκανικός — εννιάρι — βικίο — μετειδίκευση — άργος — υπόστρωση — αθυρματοποιός — ερεβίνθειος — ωοπλαστία — ζημιώνω — αστιγμάτιστος — τυχών — υπνογονία — βρεφοδόχος — αλλαξοκαιριά — κινούμενος — νικέλιο |
|||