|
προστ. от βουβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουβάσου? — — γνωρίζομαι — συνελών — γούνναρης — εξάδελφος — υδροπνευματικός — ψουνιστός — γουρούνας — Κύκλωψ — κλιματοθεραπεία — εφηβεία — οπερέττα — γραφιστική — ξεστηθώνω — χονδρομέταξα — τζέντλεμαν — ανείπωτος — γιορτάσι — ψηλαφίζω — φαρμακοποιία — χειραψία — ασήκικος |
|||