|
готовый к погрузке (о товаре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово готовый к погрузке? — ετοιμοφόρτοτος как с (ново)греческого переводится слово ετοιμοφόρτοτος? — готовый к погрузке — μεταμορφωσιγενής — πασχίζω — συναγωνιστικός — τσοντάδικο — επιδειξιμανία — ενστάλάζω — ωόσωμα — ελαιοπιεστήριον — γαυρωμένος — βηρύλλος — υδροξίδιο — υπερπλήρωση — έλκυσις — ναΰδριο — έμβρεγμα — μιά — αναξυρίδα — ιμάντας — ζαχαρωμένος — καταλογιστέος — αποκάθαρμα |
|||