|
προστ. от μάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μάσε? — — μεσαίος — εδεμικός — κρεβατίνα — κάποιος — μακρόφυλλος — μαγιό — μετατίθημι — διώνυμο — θυμαριά — κίτριον — διαμάχομαι — πούλημα — τελματώνω — στρατολόγος — ομορφονιά — αντίο! — πίπτω — υπάκουος — υπανδρεύομαι — πυροτέχνης — μελαγχολικός |
|||