|
το сарай; кладовая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сарай? — αποθετάρι как на (ново)греческом будет слово кладовая? — αποθετάρι как с (ново)греческого переводится слово αποθετάρι? — сарай, кладовая — χιονοδρομία — λιπολυσία — αποσκλήρυνση — μελλοθάνατος — κοντολαίμα — καρπικά — νανόμετρο — αυγινός — άρμπορο — βερικοκκιά — επηρεασμός — άσειστος — πεπονόσπορος — πολιομυελιτικός — μαγνητόμετρο — ανεκποίητος — διατρέφομαι — ογκανίζω — ιπτάμενος — τολμηρότητα — κλονίζομαι |
|||