Новогреческий словарь
μοργάρω
μοργάρω
медлить, мешкать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
медлить
? —
μοργάρω
как на
(ново)греческом
будет слово
мешкать
? —
μοργάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοργάρω
? — медлить, мешкать
#
(ново)греческий словарь
—
πλατόνι
—
αφλοιός
—
ηλεκτρομηχανικός
—
αγυάλιγος
—
χρωμιοχάλυψ
—
νηματουργός
—
μετέρχομαι
—
γριλιάζω
—
εξαντλήσιμος
—
χαϊδολογιέμαι
—
έκαμα
—
γαστερόποδα
—
διυλιστήριο
—
γριτίδικος
—
εξευμενίζω
—
πεταχτό
—
ακριβώς
—
εντομολογικός
—
γεφυριάτικα
—
αποδομήσιμος
—
ξαπερνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω