|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοκαλιάζω? — — παρασχίς — αποσταθεροποιητικός — ξεψαρώνω — χωρατατζού — δασοφύλακας — άβλεπτος — αυτενέργητος — ευσυγκινησία — αγιάζι — γουρουνόπετσος — ξεμπρατσώνομαι — πυρόπετρα — ίγγλα — μονύελον — στερρός — εφαρμοστός — γκανιάζω — ξεφέγγει — μαχοιροποιός — κορνάρω — στρέγω |
|||