|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεκαμωμένος? — — ξανθοκυανωπία — αντρόπιαστος — θαιρός — κοσμοσύχναστος — μεθύω — θυμιαστής — εδυνήθηην — συντηρητικός — ελίκωση — τουρσί — παραμαζεύομαι — καπνοδοχείο — ορμώ — άνεργος — φλυαρία — ανελεύθερος — λεξικογραφώ — εύψυχος — μάκρος — οξαλίδα — βατεύω |
|||