Новогреческий словарь
Μ
Μ
, μ 1)
ми
(двенадцатая буква греческого алфавита);
2) знак числа:
μ' — = 40 и сороковой;
,μ — = 40000 и сорокатысячный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ми
? —
Μ
как с
(ново)греческого
переводится слово
Μ
? — ми
#
(ново)греческий словарь
—
φορολογούμενος
—
ραχατιλίκι
—
κομπορρημοσύνη
—
αποχωριστικός
—
λά
—
φωνογράφημα
—
δεκαεφτάχρονος
—
υποσκήνιο
—
αναβρασμός
—
περιστεριώνας
—
διασχιδής
—
νοώ
—
παραμικρός
—
πιστομητός
—
αναπαραδιά
—
καλοναρχώ
—
αλαζονεία
—
αναπληρωτός
—
πανδοχείο
—
γαιόχωση
—
πάγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω