|
оспаривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оспаривать? — διαφιλονεικώ как с (ново)греческого переводится слово διαφιλονεικώ? — оспаривать — άλλαξη — εξιδανίκευση — αναμονή — βραδέως — αυτοαπτίζομαι — διάφανος — τυμπανόξυλο — Εσταυρωμένος — αποτεφρώνομαι — άμποτες — αυτογονιμοποίηση — αβλέμονας — μεγαλειοτάτη — Κύπρια — στριγκλιά — μπανιέρα — σκλαβοπούλα — επαγωγή — πεντάπρακτος — σαλέπι — Κορεάτισσα |
|||