|
ο помещик; η τάξη τών ~άδων — помещичий класс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помещик? — τσιφλικάς как с (ново)греческого переводится слово τσιφλικάς? — помещик — ισόρροπος — περίφόβος — ασπούδαχτος — εκκαμίνευση — υποπρακτορείο — ατμοκλίβανος — καταποντίζομαι — αρέγγα — θερμοσίφωνας — τουλουμιάζω — πρωτόλειο — φιλαπόδημος — ανελκύω — αντιατομικισμός — παρακαμπτήριος — αποφλοιώνω — ανθώδης — ανωδομή — αποβλακωμένος — άχρι — αγώνισμα |
|||