|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στομφάζω? — — βεβαίωση — οικοπεδούχος — αντιθέτως — ελκύω — εξώγαμος — λαδομπογιάτισμα — λαγκεύω — τρομοκρατικός — στημόνιασμα — αχερωμένος — ραφιδογράφος — δαφναίος — αδελφικός — ήλωσις — διαμορφώνω — τρίκροτο — κομψολόγος — αποκλαμός — μονογένεσις — θερμόφιλος — γαστροτομία |
|||