στομφάζω

формы словаβ
στομφάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово στομφάζω? —


βεβαίωσηοικοπεδούχοςαντιθέτωςελκύωεξώγαμοςλαδομπογιάτισμαλαγκεύωτρομοκρατικόςστημόνιασμααχερωμένοςραφιδογράφοςδαφναίοςαδελφικόςήλωσιςδιαμορφώνωτρίκροτοκομψολόγοςαποκλαμόςμονογένεσιςθερμόφιλοςγαστροτομία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit