|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συρταρόλι? — — σαβούρωμα — εγκαλεστής — τζόβενο — ραδιοφόρος — βαγενάς — λυγκιάζομαι — εύφορος — δανειοληπτικός — σμαρίδα — τετραμελής — ψευδώνυμο — κοροϊδίστικος — σομακί — μαστροπεία — παμμακάριστος — δολοπλοκώ — λαθρεμπόρευμα — ξερογλείφω — απανωδιαστός — ψέκτης — χιλιόστρεμμα |
|||