|
ο 1) молотильщик; 2) (Α.) Алонарис (народное название июля) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молотильщик? — αλωνάρης как на (ново)греческом будет слово Алонарис? — αλωνάρης как с (ново)греческого переводится слово αλωνάρης? — молотильщик, Алонарис — χτιστικά — στεμφυλοπιεστήριο — εξονυχιστικός — άϊ-... — τσορβάς — σιδηροκατασκευή — τελαμώνα — αρχαιοκαπηλία — ροσμαρίνι — φακελοποείο — αμφιδέξια — γαριδοπίλαφο — γεύω — θραύση — μαρμαρογλυφία — σανδαλοποιός — ακλουθώ — περίστρεπτος — μπουρλοτιέρης — πυροσειρίδα — νεολογισμός |
|||