|
ο деревянная стена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянная стена? — ξυλότοιχος как с (ново)греческого переводится слово ξυλότοιχος? — деревянная стена — ανθοστολίζω — βεβηλώνομαι — κακοδαιμονία — μοσχομυρωδιά — ανενόχλητος — δημοκρατισμός — πλουτίζω — συγκοινωνών — μητέρα — γνέψιμο — σπαυδαιοφανής — τοκάρω — οινοπνευματίαση — επιδιορθώτρια — νέφος — καστανή — αποστρατεία — αντιρραχιτικός — καβλί — απέμφραξη — μεθυλικός |
|||