|
упрямый, твердолобый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямый? — ξηροκέφαλος как на (ново)греческом будет слово твердолобый? — ξηροκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово ξηροκέφαλος? — упрямый, твердолобый — βροντοβόλος — προλαβαίνω — αφελής — θέμις — επιγόμωσις — εντόπιος — γυψοποιία — κνώδαλο — διάφορο — υπερπίεση — επίκλητος — σκαλιστικός — λιγούλι — δίωρο — λαθρέμπορας — μανούσι — σιχασιάρικος — άρρην — χαμάμι — ερωτοτροπία — καφεϊνισμός |
|||