|
маневрировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маневрировать? — μανουβράρω как с (ново)греческого переводится слово μανουβράρω? — маневрировать — ου — παράκουσμα — στέκα — ακυρωτέος — αποφράσσω — περιδένω — κροκόδειλος — χοχλακίζω — γιαβρής — κακοθυμία — κλασσέρ — δένδρωσις — σαράβαλο — καμακάς — υδαταγωγός — βλογημένος — συντήρηση — αποφέρω — προσθαφαίρεση — ειδοποιητήριο — ακρισάριστος |
|||