|
(-ίδος) η мел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мел? — κρητίς как с (ново)греческого переводится слово κρητίς? — мел — σαλπιγκτής — απηχώ — πουδράρισμα — αρθριτικά — γύφτικος — θυρανοιξία — χιονοβροχή — αρχεμός — Σουηδή — κρανιακός — έκχωση — αλωνιστής — αποκαθίδι — δίστομος — πατσατζής — λούσσο — ξάρτι — αποχαιρετίζομαι — εμφαίνω — χειρουργείο — αρκουδοτόμαρο |
|||