|
филос. онтологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово онтологический? — οντολογικός как с (ново)греческого переводится слово οντολογικός? — онтологический — φαναράκι — συμπαρατάσσω — χαλαστής — γαλαχτερός — πρωτοβάζω — γουναρικό — προσχηματίζομαι — επταμηνιαίος — αυτοσυνείδηση — χυδαΐζω — αρκουδιάρισσα — ασαχτος — σιγκούνο — έμβλημα — ανεπίσακτος — ψούνιο — χαλαζίας — αντίτυπος — τυρόσουπα — βροχερός — εφτανησιακός |
|||