Новогреческий словарь
αποκαθαρτήρας
αποκαθαρτήρας
(-ηρος) ο воен.
банник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
банник
? —
αποκαθαρτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκαθαρτήρας
? — банник
#
(ново)греческий словарь
—
εικοσαήμερος
—
ασυννέφιαστος
—
ομοθερμία
—
μιξοπάρθενη
—
ψυχτικός
—
εκχιονιστικός
—
σιλανσέρ
—
δήμος
—
αυνανισμός
—
δυσλεξία
—
αιματοβαμμένος
—
εμμηνοληξία
—
μαστοριά
—
ορειβατικός
—
φαφλατού
—
εξπρεσσιονισμός
—
μισοστρατής
—
αρτιότητα
—
ανθόκλωνο
—
τηλεκινηματογραφία
—
ψυχομάχημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве