|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παραγινωμένος? — — περίγειος — ηλιόβαρος — ημιανοψία — εμπυάζω — ακήδεστος — δικτυοποιός — αυτόγραφος — ήξεις-αφήξεις — απομωραίνομαι — θαυμάζω — ελεημονώ — επιδεινώνω — ανομοιόμορφος — έγγιστος — χιράμι — ισώ — Θεσσαλός — αλάθητος — βλεφαρίζω — μαχαιράκι — φλόγωση |
|||