|
η чердак; мансарда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чердак? — σοφίτα как на (ново)греческом будет слово мансарда? — σοφίτα как с (ново)греческого переводится слово σοφίτα? — чердак, мансарда — συγκεντρωτικά — μεθοδικός — κοφτήριο — θερμομέτρηση — σμέουρο — καταναλώνω — περισκαφή — αποκοιμίζω — βραχίονας — κατασφάζω — σχολιαστής — βόρακας — μπαμπέσικος — στρεβλός — μετατάρσιος — δυσερεύνητος — φιλόδοξος — τιμοκρατικός — εξυδάτωση — φουγάρο — οπισθογράφος |
|||