|
ο казарма; παραμένω στό ~α — быть на казарменном положении #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казарма? — στρατώνας как с (ново)греческого переводится слово στρατώνας? — казарма — ομοιοκαταληκτώ — ακινητότητα — αποσφουγγίζω — καταγράφω — πλοίο — ανθίζω — αλλοπαθητικά — γατομάτης — εξάγω — πεισματώνω — θρύλος — χαρακτικό — διασωστικός — φιδιασμένος — φυλλαράκι — ακαθησύχαστος — γαμιστράκιας — διαστρεβλωτής — ανάφτω — χαρτοπώλης — ισοσκελισμένος |
|||