|
μέ... помешаться на чём-л. , сойти с ума (от увлечения) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сойти с ума? — ξελογιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово ξελογιάζομαι? — сойти с ума — προδιάθεση — αξιοπρεπής — αυτομετασχηματιστής — φωνομετρία — χελωνιάρης — κλάνω — μπεκρού — πλατύγυρος — πανί — ολοήμερος — βουλιάχτρα — παραγεράζω — αγροίκία — ταγγός — υποκρίνομαι — εξιτήριος — ξανανεώνω — εναργής — οπλίτης — αντιπαρατάσσω — μαγκουροφόρος |
|||