|
разоблачающий; разоблачительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разоблачающий? — αποκαλυπτήριος как на (ново)греческом будет слово разоблачительный? — αποκαλυπτήριος как с (ново)греческого переводится слово αποκαλυπτήριος? — разоблачающий, разоблачительный — σησαμοπολτός — άνθρακας — αιολικός — οπιώδης — απωτέρω — βεζιγάντι — σκληρότητα — γουνάράδικο — αυτογονιμοποίηση — μακαριώτατος — ομοφρονώ — ευήκοος — ενδονεύριον — ακλόνηστος — τυλιχτός — ατσαλόστομος — σιδερόδεση — υψώνω — πεντόδραχμο — ξερικός — ρινίζω |
|||