|
покрываться налётом (ржавчины, цвели и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покрываться налётом? — εξανθώ как с (ново)греческого переводится слово εξανθώ? — покрываться налётом — εξιλασμός — στραγγαλίζω — προμεσημβρινός — ονομαστική — χιονοθλασία — παρωχημένος — ξεκόλλημα — σμηνίτισσα — νήξη — τσινάω — αλλοίθωρος — γηροκόμηση — κατακλιστής — αυλόκηπος — παρδαλωτός — φούρνος — μπλοκέρνω — ατζαμωσύνη — πηλοφόρος — σπερματίς — ασωτεύομαι |
|||