Новогреческий словарь
εξανθώ
εξανθώ
покрываться налётом
(ржавчины, цвели и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покрываться налётом
? —
εξανθώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξανθώ
? — покрываться налётом
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοπροσωπογραφία
—
σωτηρία
—
χλωρουσιά
—
παχύσαρκος
—
ανεξεύρετος
—
ξέχωρος
—
ανθιστός
—
γράδος
—
σιταποθήκη
—
λιο-
—
σωβινιστικός
—
μαίτρ
—
γαλλί
—
ευθυγραμμίζω
—
τρίποδο
—
απονεκρωτικός
—
αθωνίτικος
—
τσαγκαράδικο
—
διαμετρικός
—
φωνόγραφος
—
κοινολογημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,