|
относящийся к земельному участку; ~ές διενέξεις — земельный конфликт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к земельному участку? — οικοπεδικός как с (ново)греческого переводится слово οικοπεδικός? — относящийся к земельному участку — ειρμός — κυμβαλισμός — κουτσομπολίστικος — κατάκορος — δολισμός — ερευνητής — γκαντέμης — ψαλίδισμα — αστραπόβροντο — γιοσμαρίνι — αργοζυγιάζω — βαρβάτος — βραχοτόπι — επιδόρπιος — μονιμοποιώ — μπακίρα — ξεμπέρδεμα — βούρδουλας — ενώπιον — φυσιογνωμιστής — ανέντροπος |
|||