|
ο сильный шум; κάνει πολύ ~ο αυτό τό παιδί — [phrase]этот ребёнок очень беспокойный[/phrase]; έκανε ~ο αυτό τό βιβλίο — [phrase]эта книга наделала (много) шума[/phrase]; === ~ νά γίνεται — для видимости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильный шум? — ντόρος как с (ново)греческого переводится слово ντόρος? — сильный шум — αυτοθιγενής — βεργιά — αχρεώστητον — πάγκρεας — τρίκ — εκδυμα — ενηλικότητα — μυελός — επικοινωνία — άϋλος — πατρίδα — αλάνι — λειψανάβατος — απροκοψιά — μάσκουλο — γεύομαι — καταφάνερος — φελλομάννα — προβατοκάμηλος — απουργός — ασύμμαστος |
|||