|
незыблемый; непоколебимый; ~η πίστη — непоколебимая вера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незыблемый? — απαρασάλευτος как на (ново)греческом будет слово непоколебимый? — απαρασάλευτος как с (ново)греческого переводится слово απαρασάλευτος? — незыблемый, непоколебимый — αλαφροφέρνω — γλυκαναβρύζω — νοικιάζω — χιονομετρικός — μπιλλιαρδιστής — κάμινος — ριτσινόλαδο — ακρήμνιστος — μεθερμήνευση — αυτόφωρος — ζυγοστάθμηση — αλληλεπενέργεια — μαρμαρωτός — συνωμοτικότητα — εγωϊσμός — απρογμοσύνη — ωτολόγος — αμόνω — εμπρεσσιονίστρια — ροκέ — ερεθιστόν |
|||