|
το 1) расширение; 2) мед. аневризма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — ανεύρυσμο как на (ново)греческом будет слово аневризма? — ανεύρυσμο как с (ново)греческого переводится слово ανεύρυσμο? — расширение, аневризма — εξπρεσσιονίστρια — δοκιμαστικά — κάρπισμα — επιβλαστάνω — μαλλινομέταξος — ασύντριφτος — συνομοταξία — ψήκτρα — δούρειος — Άνθιμος — βρώσιμο — εθνικοσοσιαλισμός — αραριά — αφηγούμαι — απολαβή — συμπίλημα — διαυλακίζω — επτακοσιετηρίδα — κουνάδι — αυτόχθων — πατρίκιος |
|||