|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοντερνίστρια? — — αποστοματισμός — μπατσικό — λασποτόπι — κοντόσωμος — πεντηκοντούτις — υπόρραμμα — οροδοσία — εκσπερματίζομαι — τράνζιτο — Ευαγγελισμός — ακαταλληλότητα — δαδοφορία — αρχαιοφύλακας — κοσμογραφίκος — μεταλλακτήρας — ιχνοστοιχείο — αποκοιμώμαι — εκλεπισμός — διαδύομαι — βρίζα — πρωτοπλασματικός |
|||