Новогреческий словарь
μοντερνίστρια
μοντερνίστρια
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοντερνίστρια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πουκαμίσα
—
κολχόζικος
—
καλαμάκι
—
τιμαριωτικός
—
αδιέγερτος
—
τρικινητήριος
—
φυτοβιολογία
—
βαρωνος
—
απογοητευμένος
—
θειαφίλα
—
σακάκι
—
σποριαρης
—
μεγαλόσωμος
—
καλημέρισμα
—
αστοχώ
—
τραγανό
—
γκαίνιαση
—
ευκαιριακός
—
αλατίζω
—
χρηματοδότηση
—
έκβλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве