|
η сердечко; === ~ μου — [phrase]милый мой, мой дорогой; милая моя, дорогая моя[/phrase]; τό λέει η ~ του — [phrase]он храбрый[/phrase], бесстрашный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сердечко? — καρδούλα как с (ново)греческого переводится слово καρδούλα? — сердечко — ασθενοφόρος — συστατικός — εικονικότητα — απόσβεση — αλογοδότητος — ομοπάτριος — χοιρόχορτο — δικάσιμη — ένθα — αποκρυσταλλώνω — λύτης — ενήλικος — γλεντζές — υπνοφαντασία — ερπυστριοφόρο — ταύρος — αντιπολιτικός — ανομβρία — δειλινό — κοκκάρι — τέμπλον |
|||