κοσμολογικός

формы словаβ
κοσμολογικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοσμολογικός? —


εκκλησιάρηςκαμπούρηςφραίνωμαιΓάλλοςαγελαδίσιοςουζοποσίααξήλωτοςαξιοπαρατήρητοςχιονίζωαλευροειδήςκατασκηνώνωπρώτιστοςαδαπάνητοςχαντζάριγκεργκέφικανείςμαϊντανόσουπατετραγωνίδιοολομόναχοςμεμυημένοςπροπονώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit