Новогреческий словарь
αρραβώνιασμα
αρραβώνιασμα
το (чаще мн.ч. )
обручение, помолвка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обручение
? —
αρραβώνιασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
помолвка
? —
αρραβώνιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρραβώνιασμα
? — обручение, помолвка
#
(ново)греческий словарь
—
μοσχοβολιστός
—
δίσφαιρο
—
αγγειοπληθής
—
κρεμμυδόσουπα
—
πάχτωμα
—
παπυρολόγος
—
αποθαμός
—
κυρίαρχος
—
πηλοβατίς
—
αργυρομάχαιρο
—
προλεγόμενα
—
μπαχάρι
—
σομπρέρο
—
ιδιωτικός
—
σειρούλα
—
στριφογυρίζω
—
Τροχαία
—
κουαρτέττο
—
παρεισαγωγή
—
απόσταμα
—
υπερόπτις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве