|
(-εως) η дача показаний против кого-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дача показаний? — καταμαρτύρησις как с (ново)греческого переводится слово καταμαρτύρησις? — дача показаний — εφτάψυχος — διασπαραγμός — Αρωμούνος — ομοιοπαθητική — ρουθουνίζω — πατριός — αναπτερογίζω — αναδιπλώνομαι — Ελλαδικός — μαμμάκα — χάριν — αστικοποίηση — υδροχόος — σαφράκιασμα — μισονεϊστής — αυτογεμής — χαμογέλασμα — πυροσβέστης — εκπλέω — δυναμίτιδα — αμαξογώγιον |
|||