|
το срок; δύο ~α — два срока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово срок? — τέρμινο как с (ново)греческого переводится слово τέρμινο? — срок — αρρενοφυής — αντιπανωλικός — αυτοσχεδίασμα — πελεκούδι — εκτρέχω — ψήφα — αλωνιστής — συνωμότρια — ερρηξα — επανωρραφή — παραδοχή — βουλευτηλίκι — ψαροπάζαρο — επινοηματικός — σεληνιάζομαι — αρωματισμός — ξανθομαλλού — μασάω — σκέτα — βοσκάρια — συγχορδία |
|||