τέρμινο

формы словаβ
τέρμινο
το срок;
          δύο ~α — два срока



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово срок? — τέρμινο
как с (ново)греческого переводится слово τέρμινο? — срок


αρρενοφυήςαντιπανωλικόςαυτοσχεδίασμαπελεκούδιεκτρέχωψήφααλωνιστήςσυνωμότριαερρηξαεπανωρραφήπαραδοχήβουλευτηλίκιψαροπάζαροεπινοηματικόςσεληνιάζομαιαρωματισμόςξανθομαλλούμασάωσκέταβοσκάριασυγχορδία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit