|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλατοπιπερωμένος? — — επίσαξη — αλληλένδετος — αλφισμός — κορφοβούνι — αβανίζω — αυτοϋποβολή — βαθμολογία — απραγιά — κηφηναριό — δευτεραγωνίστρια — αλαζονικότητα — καρκινολογία — έκπαλσι — ανυδρία — συντέμνω — ηλεκτροπληξία — αφογκράζομαι — ανανούριστος — βαφτικά — κολυμβώ — στρουγκιό |
|||