|
το 1) завод (часов); 2) муз. настройка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завод? — χόρδισμα как на (ново)греческом будет слово настройка? — χόρδισμα как с (ново)греческого переводится слово χόρδισμα? — завод, настройка — πατσατζίδικο — παραξενιά — αποτροπιάζομαι — οντολόγος — ξεπουπουλλιάζω — τσιπουρίτσα — καλολέω — διάτρημα — λιθοδόμημα — ηλεκτροφωτίζω — αραιότριχος — κανονικός — αθυρμάτιο — απομαραίνομαι — αναγεννητικότητα — αμακαδόρος — αυτολατρεία — ευγενία — πρωτόκολλο — αδιάβατος — λαδώνω |
|||