|
собственноручный, подлинный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собственноручный? — αυτόγραφος как на (ново)греческом будет слово подлинный? — αυτόγραφος как с (ново)греческого переводится слово αυτόγραφος? — собственноручный, подлинный — προμηθεύτρια — βλαπτικός — ακριβαγορασμένος — ανδρογόνα — μικρόμετρο — πάνσοφος — παλαιοντολόγος — νεραντζιά — χελιδόνι — ζερδαβάς — αιματοπότης — Κύριος — πεντηκονταπλασιάζω — συρίγγωση — αγαθοεργός — υπεριώδης — επαγγελματικότητα — ξανακεντώ — επέρσι — ψυχανθή — εκμισθωτής |
|||